υδατογραφώ

υδατογραφώ
υδατογράφησα, υδατογραφήθηκα, υδατογραφημένος, μτβ. και αμτβ., ζωγραφίζω με νερομπογιές, κάνω υδατογραφίες (βλ. λ.), είμαι υδατογράφος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδατογραφώ — Ν επιδίδομαι στη ζωγραφική υδατογραφιών, φιλοτεχνώ ακουαρέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδατογραφέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”